νωταίος

νωταίος
νωταῑος, -αία, -ον (Α)
βλ. νωτιαίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νωταία — νωταίᾱ , νωταῖος fem nom/voc/acc dual νωταίᾱ , νωταῖος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωτιαίος — α, ο (ΑΜ νωτιαῑος, αία, ον, Α ποιητ. τ. νωταῑος, αία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”